Wednesday, June 17, 2020

Κίτρινα και άλλα μούρα [ Μέρος Τέταρτο και τέρμα ]

Ο Άρης Χατζηστεφάνου μας έχει ξεγελάσει, ως τώρα, ποικιλοτρόπως. Μιλά για το κίτρινο του Νέτφλιξ, γιατί είναι πολύ κλίνατε-επ-αριστερά-πιασάρικο να επιτίθεται κανείς σε μια σύγχρονη κιμαδομηχανή του καπιταλισμού, αλλά καμία απ' τις ταινίες που αναφέρει, πέραν του «Extraction», δεν είναι παραγωγή Νέτφλιξ. Κι όλες εκείνες οι τηλεσειρές που μας έταξε είναι η εξής μία: το «Breaking Bad». Μα ούτε κι αυτή είναι νετφλίξειας παραγωγής. Έκανε το πρώτο δειλό της βήμα στο καλωδιακό AMC το 2008. Μακάρι όμως το θέμα να έληγε εδώ! Δε φτάνει του καλού του Άρη που μας ξεγελά μ' ένα μονάχα τρόπο, εφευρίσκει διαρκώς καινούργιους. Κι έτσι σαν πιάσει να μιλά για «Black Hawk Down», αρχίζει να μας τάζει λαγούς με πετραχήλια, πως δηλαδή «εμάς, σήμερα, μας ενδιαφέρουν μόνο τα χρώματα» κι αίφνης κρεμόμαστε όλοι απ' τα χείλη του, περιμένοντας ν' ακούσουμε κάτι για τα χρώματα. Αλλά στο καπάκι και μες στην ίδια πρόταση, αρχινάει τις ντρίμπλες και τα τσαλιμάκια «για να μπείτε, όμως, και στο πολιτικό κλίμα [ ... ]». Όπου ακολουθεί μία, ομολογουμένως άκρως ενδιαφέρουσα αλλά παντελώς άσχετη με τα χρώματα, παρέμβαση κι η οποία διαρκεί 4 (κι ολογράφως: τέσσερα!) ολόκληρα λεπτά! Τέσσερα ολόκληρα λεπτά από τα μόλις 12, όπως είπαμε, μιας 52λεπτης εκπομπής, τα οποία θα 'πρεπε να 'ταν αφιερωμένα στο χρώμα, φεύγουν και τούτα άκλαφτα! Αν γράφαμε Έκθεση πανελληνίων ακολουθώντας συμβουλές Χατζηστεφάνου, μια αράδα θα πατούσαμε στο θέμα, τις άλλες δέκα θα πατούσαμε σταφύλια! Έτσι να 'χουνε δουλειά και τα ΙΕΚ. Αλλά μη γινόμαστε άδικοι, ο χρόνος αυτός που «χάθηκε» όχι μόνο δε χάθηκε, μ' αντιθέτως ήταν απείρως περισσότερο ενδιαφέρων από τις ασυναρτησίες περί χρώματος. Απλά λέω.

Επιπλέον, όμως, ο Άρης Χατζηστεφάνου ψεύδεται. Και ψεύδεται, το πιθανότερο, από ατζαμοσύνη κι έλλειψη δεοντολογίας παρά από πρόθεση. Έπιασε, μάλλον, να μιλά για την ταινία δίχως να 'χει δει ούτε το πρώτο τέταρτο ή την ξεπέταξε fast-forward. Λέει να πούμε κάπου:

« [ ... ] Αντίθετα, τα σημεία όπου βρίσκουν καταφύγιο οι αμερικανοί στρατιώτες και τα κτίρια στα οποία στήνουν το στρατηγείο τους έχουν ένα έντονο μπλε χρώμα.  »

Ε λοιπόν, «έντονο μπλε χρώμα» δεν υπάρχει πουθενά στην ταινία, τουλάχιστον όπως το νοεί ο προλαλήσας, πέρα δηλαδή από κάτι μόνιτορ στη χάση και στη φέξη! Ένα ρημάδι, όπου οι στρατιώτες βρίσκουν καταφύγιο για πέντε καρέ, έχει μια ελαφριά γαλαζοπράσινη απόχρωση, στην αίσθηση του απαλού φωτός περισσότερο παρά του φίλτρου σκοπιμοτήτων, και σε καμία περίπτωση βαθιά. Κι άλλη μια εσωτερική σκηνή από ένα ΤΟΛ, που βαστά ένα δευτερόλεπτο λίγο πριν το τέλος και πάλι όμως μακράν του βαθέος μπλε. Το μόνο βαθύ μπλε που ονειρεύεται ο Χατζηστεφάνου, συμβαίνει στην αρχή της ταινίας μόνο και μόνο γιατί (υπονοείται με φίλτρα πως) ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΔΥ!! Εντάξει πια, έλεος! Είτε βλέπουμε διαφορετικές ταινίες, είτε έχει μπουκώσει απ' την αριστερή την τσίμπλα κάποιων ο αμφιβληστροειδής! Μπλε φίλτρο λοιπόν, όταν δεν υπονοείται νυχτερινή λήψη, δεν υπάρχει πουθενά στην ταινία κι οι βάσεις των αμερικανών είναι μπλε όσο το πουλί μου. Αυτό το 'πα από βίτσιο, ώστε να σας μπει η περιέργεια. Μπλε θα ξαναδούμε ξανά μόνο στο τέλος της ταινίας και σε πλήρη συμμετρία με την αρχή της, μα θα το δούμε πια διάχυτο στους εξωτερικούς χώρους, όπως ακριβώς βλέπαμε νωρίτερα τη βρώμικη πορτοκαλάδα. Μα τώρα, περισσότερο ως ένδειξη ματαιότητας και ήττας, παρά ως έμβλημα αμερικανικής ασφάλειας. Ορίστε, να πούμε, το... «βαθύ μπλε» των αμερικανικών εγκαταστάσεων, για το οποίο είναι τόσο πεπεισμένος ο Άρης ο Χατζηστεφάνου. Θαυμάστε ...


Παρακάτω παρατίθενται κι οι υπόλοιπες αναφορές, για ευκολία σύγκρισης, μα επιπλέον κι από τιμιότητα - καθώς εγώ δεν είμαι δημοσιογράφος. Με σειρά ανάγνωσης, έχουμε λοιπόν: νύχτα (και καλά), φως παραθύρου στο φόντο, μόνιτορ στην αίθουσα επιχειρήσεων, το προσωρινό καταφύγιο που λέγαμε, μπλε φίλτρο επιλόγου κι ένα μοναδικό καρέ, λίγες στιγμές πριν απ' τους τίτλους τέλους.


Αλλά και παρακάτω, η άποψη του παρουσιαστή περί χρωματικής ψυχολογίας μοιάζει τουλάχιστον αφελής κι εξαντλείται σε χρωματικά κλισέ κι όχι στις συνθετότερες απαιτήσεις μιας κινηματογραφικής ταινίας, όπως φανερώνουν αφέλειες του τύπου:

« Πολύ θεωρητικά, θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Τα ζεστά χρώματα να παραπέμπουν στην ασφάλεια και την θαλπωρή και τα ψυχρά στην ένταση και στην αγωνία. [ ... ] Κάθε μπλε σκηνή με αμερικανούς στρατιώτες, σου προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας, ενώ κάθε πορτοκαλί σκηνή με Σομαλούς (σ.σ. κάθε εξωτερική σκηνή, τζιτζιφιόγκο, όχι κάθε σκηνή με Σομαλούς) σε αφήνει εκτεθειμένο στο πεδίο της μάχης, στη χώρα των βαρβάρων (σ.σ. σάλτσες). »

Γιατί, όπως ήδη το θίξαμε, το χρώμα δεν καθορίζει από μόνο αν θα προκληθεί ετούτο το συναίσθημα ή τ' άλλο, αλλά πάντα σε συνδυασμό με τα συμφραζόμενα. Κι έτσι, ένα ποτάμι πηχτής λάβας που έρπει αργά και βασανιστικά προς τη μεριά μας δε δημιουργεί συναίσθημα θαλπωρής κι ασφάλειας, ούτε κι ένα πάτωμα πασαλειμμένο με κρόκους αυγών, μα κι αντιδιαμετρικά το μπλε του στρουμφοχωριού δε δημιουργεί ένταση κι αγωνία σε κανέναν, ούτε φυσικά οι μαρμαρυγές που γεννά απ' τα σωθικά του ένα λεπτοδουλεμένο ζαφείρι. Έξω απ' το πλαίσιο της αφήγησης και μακριά απ' τ' αφηγούμενο, ο καθένας μπορεί να ξεφουρνίσει την ανοησία του, αλλά να γνωρίζει καλά πως πρόκειται γι' ανοησία, μην το παίρνει και πάνω του. Γιατί εγώ, να πούμε, τι κάνω εδώ; Δεν το παίζω εξυπνάκιας και πολύμαγκας; Αλλά μπα! Μονάχος μου μιλάω, να περνώ την ώρα μου. Κι ούτε, φυσικά, πληρώνομαι για τούτο.

Ας κλείσουμε πια ετούτη την εποποιΐα αντι-πληροφόρησης, κατά τη διάρκεια της οποίας ουδεμία πρόθεση είχαμε, φυσικά, να υπερασπιστούμε το Νέτφλιξ ή άλλον κατεργάρη. Το μόνο που θέλαμε να υπερασπίσουμε ήταν ο εγκέφαλός μας από τη μαλακία του καθένα, από την προχειρότητα κι από την υστερόβουλη δημιουργία εντυπώσεων, προκειμένου να μη χάσει σε φρεσκάδα το αριστερό γκλάμουρ αυτών που 'χουν την επανάσταση επάγγελμα. Σας αποχαιρετώ, λοιπόν, με σειρά αναφορών ποικίλλης προελεύσεως κι αφήνω τα συμπεράσματα πάνω σας. Πηγαίνω ν' απολαύσω για μία ακόμη φορά το εξαιρετικό Sicario, το οποίο θυμήθηκα με αφορμή τα δικά μας και συνειδητοποίησα, ξαφνικά, ότι μου έλειψε πολύ!

SAAHO [2019]
Όπου η Ινδία δεν περιμένει το Χόλιγουντ να τη ρατσίσει. Αυτορατσίζεται!
IRON MAN [2008]
Όπου, παραδόξως, το Αφγανιστάν καπνίζει άφιλτρα,
αλλά στην Αμερική βαρύ πέφτει το φίλτρο!
TRANSFORMERS 2 [2009]
Όπου το μοσχοαναθρεμμένο αμερικανάκι Michael Bay πλακώνει στα φίλτρα
τη χώρα του, μ' αφήνει τον τρίτο κόσμο στην κακή του μοίρα! Άβυσσος!
REDACTED [2007]
Όπου, προς τιμήν του, ο Brian De Palma παρατά τα φίλτρα
στις βαλίτσες  του. Μόνο, ξεχνιέται λίγο στην αρχή.
HURT LOCKER [2008]
Τελικά, σε καμιά σοβαρή ταινία δε γίνεται φιλτρώδης προπαγάνδα. Το παραμικρό
κι εδώ. Στο τέλος και σε αντίθεση, η «πατρίδα» : μουντή, βουβή και κάπως απωθητική.
ANTHROPOID [2016]
Όπα! Πώς ήταν έτσι τριτοκοσμική η Τσεχία το '40;;

Tuesday, June 16, 2020

Κίτρινα και άλλα μούρα [ Μέρος Τρίτο ]

Είπαμε, λοιπόν, πως το κίτρινο φίλτρο το χρησιμοποιούν γενικά οι λευκοί κονκισταδόρες για να τυποποιήσουν ορισμένες (κινηματογραφικές) αντιδράσεις και στο βαθμό που οι αντιδράσεις αυτές περιλαμβάνουν την υποτίμηση μερικών λαών ή κρατών σε κοινούς ζήτουλες και άντρα ακολασίας, εν είδει εύκολων κλισέ τα οποία εξυπηρετούν την πλοκή, δε θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως - ακομα κι αν δεν είναι ο άμεσος στόχος των συντελεστών - εξυπηρετούν ρατσιστικές αφηγήσεις. Η δημιουργία φανταστικών κρατών, τα οποία θυμίζουν ή βασίζονται σε γνωστά αλλά δεν είναι κιόλας, όπως ακριβώς επιχείρησε ο John Erick Dowdle στο «No Escape», ίσως είναι μια καλή διέξοδος. Αν παρόλα αυτά το ψάξει κανείς περισσότερο (σιγά, ας πάει απλά στη Wikipedia) θα διαπιστώσει πως ό,τι κι αν εφεύρει ο δημιουργός, πάντα κάποιος θα μένει δυσαρεστημένος και να στήνεις πάντοτε τόπους απ' το μηδέν είναι πρακτικά αδύνατον, εκτός κι αν είσαι ο Jodorowsky. Ακόμα κι έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι υποτιμώνται, συλλήβδην, ένα σωρό ασιατικές ή άλλες χώρες και μόνο παραπέμποντας στην αντίστοιχη γεωγραφική ζώνη. Για να μην πούμε πως, εκ του πονηρού, αν ψάξει κανείς, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρει μια άμεση αναλογία της φανταστικής χώρα με μια πραγματικότατη. Στη συγκεκριμένη ωστόσο ταινία, με την οποία μέχρις στιγμής ασχοληθήκαμε, ο γράφων (εγώ) ισχυρίζεται πως αν το κίτρινο φίλτρο συνιστά μία φορά υπερβολή ενώ τα φίλτρα του «Extraction» έχουν βαρέσει ντελίριο, τούτο καταδεικνύει περισσότερο την έλλειψη αισθητικής καλλιέργειας, την προχειράντζα και τη «χωριατιά» του σκηνοθέτη, παρά την πρόθεση να θίξει κανέναν. Κι ωστόσο το Μπαγκλαντές θίγεται τελικά με αμέτρητους άλλους τρόπους, που δεν αφορούν στο χρώμα των φίλτρων και θα 'πρεπε να μας ανησυχήσουν περισσότερο.

Αλλά σ' αυτό το τρίτο μέρος θ' αναρωτηθούμε ακόμα τα εξής: πρόκειται για τη μόνη ταινία που βιάζει τα φίλτρα ή τους βγάζει το ξύγκι; κι αν όχι είναι μόνον οι ταινίες του Netflix ή του Χόλιγουντ που υιοθετούν αυτές τις τακτικές; κι ακόμη-ακόμη τούτο δε γίνεται ποτέ εντός «αμερικανικού» εδάφους; Θα διαπιστώσουμε, τελικά, ότι ο κόσμος των σκηνοθετών είναι ένας κόσμος, ο οποίος δε συνδιαλέγεται απαραίτητα με τον αληθινό κόσμο, αλλά συχνότερα με τον εαυτό του. Είναι δηλαδή περισσότερο αυτοαναφορικός, απ' όσο θα επιθυμούσαμε οι απ' έξω (όπως συχνά είναι η οποιαδήποτε Τέχνη). Ως εκ τούτου θα διαπιστώσουμε, δίχως μεγάλη δυσκολία, πως ναι, κίτρινα φίλτρα χρησιμοποιούν συχνά όχι μονάχα οι λευκοί αφέντες του Βορρά της Δύσης, αλλά κι αυτοί οι ίδιοι Μεξικάνοι κι οι Ινδοί κι αν έχει όρεξη να ψάξει κανείς, φαντάζομαι, κι άλλοι πολλοί «κατατρεγμένοι». Ίσως να μην το κάνουν στον ίδιο βαθμό, μα ίσως και να το κάνουν, και το μόνο εμπόδιο στη διερεύνηση είναι η περιορισμένη μας πρόσβαση στη συνολική κινηματογραφική παραγωγή των περισσότερων κρατών, πέραν των Η.Π.Α. Κι αν υπάρχει κάποιος που πρώτος κατέφυγε σ' αυτό το κόλπο - δε γνωρίζω αν είναι ο Steven Soderbergh στο Traffic, όπως μας θύμισε ο Χατζηστεφάνου, ή άλλος μα δεν έχει καμία σημασία - ακολούθησαν πολλοί, οι οποίοι γοητεύτηκαν απ' το ασυνήθιστο ως τότε αισθητικό αποτέλεσμα και θέλησαν να το επαναλάβουν για πάρτη τους. Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το «Black Hawk Down» (θα μιλήσουμε και γι' αυτό αργότερα) βγήκε, όπως βγήκε, έναν ακριβώς χρόνο μετά το «Traffic». Το ίδιο ακριβώς συνέβη 2-3 χρόνια νωρίτερα με τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» και την υπέροχη εκείνη πρωτόγνωρη, αποχρωματισμένη blue-grey εσάνς. Όπου γέμισαν, ξάφνου, οι πολεμικές ταινίες τάλε-κουάλε φίλτρα. Πολλές επιλογές, είτε λόγω της επιτυχίας, είτε λόγω της ευκολίας τους, ήρθαν για να μείνουν στην κινηματογραφική τέχνη πλουταίνοντας το καλλιτεχνικό οπλοστάσιο του δημιουργού, καθώς και τη ματιά του. Η υπερβολική επανάληψή τους ωστόσο, μάλιστα δίχως λόγο, είναι που γεννά τα κλισέ και τα κλισέ είναι ένας απ' τους πολλούς προθάλαμους, απ' όπου υπάρχει φόβος να οδηγηθεί κανείς στο ρατσισμό (όχι όμως απαραίτητα). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως βασικότερος υπεύθυνος για τούτη τη συζήτηση είναι, τελικά, τα κλισέ των σεναρίων, τα οποία ξεπατικώνουν διαρκώς τους ίδιους και τους ίδιους «κακούς», στους ίδιους και τους ίδιους τόπους, παρά το φίλτρο που θα χρησιμοποιήσει κανείς για να βάψει τα μούτρα τους. Παραλείψαμε να πούμε και τούτο: δε θυμάμαι στην ζωή μου σύγχρονη ταινία η οποία ΔΕΝ χρησιμοποίησε φίλτρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όχι μόνο το ντοκιμαντέρ του Νέτφλιξ, αλλά ΟΣΑ ντοκιμαντέρ έχω παρακολουθήσει του τύπου «πίσω απ' τις κάμερες» και «πώς γυρίστηκε» αποκαλύπτουν μια τελείως διαφορετική (δική τους) πραγματικότητα - συνήθως περισσότερο πεζή και «άχρωμη» - από εκείνη που απεικονίζεται στο τελικό αποτέλεσμα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Φυσικά, μιλώ πάντα για χρωματισμούς, αντίθεση και φίλτρα, όχι για τα ρέστα εφέ και πράσινα άλογα.

Άλλα για πάμε να δούμε μερικές πρακτικές προσεγγίσεις, στα ρωτήματα που θέσαμε νωρίτερα. Να ομολογήσουμε, όμως, πως η συντριπτική πλειοψηφία των παραδειγμάτων που χρησιμοποιούνται παρακάτω, δε χαρακτηρίζουν εν γένει τα φιλμ παρά μόνον σημεία τους. Επίσης, σε κανένα screenshot, δεν έχει γίνει το παραμικρό είδος επεξεργασίας, ώστε να μην παρασυρθώ και σε ασυνείδητη προκατάληψη, εκτός απ' τη συνειδητή. Σκοπός μου είναι να υποδείξω πως τα βαρύτερα ή ελαφρύτερα κίτρινα, μπλε ή πορτοκαλί φίλτρα είναι σημεία των καιρών, στα οποία όλοι έχουν δικαίωμα στο βαθμό που γουστάρουν και για τα οποία πιθανότατα να υπάρχουν και πρακτικές αναγκαιότητες, όπως διαβάζουμε ενδεικτικά εδώ . Πάμε, λοιπόν, να πάρουμε μια γεύση από το τι συμβαίνει στις ταινίες που παράγονται στο ίδιο το Μπαγκλαντές. Μια σύντομη προσφυγή στη Google κι αγνοώντας τις υπερβολικά και κατά κόρον low-budget παραγωγές, όπως και τις πολύ κοινωνικές, υποπτευόμαστε πως το πανηγυρικά πολύχρωμο Μπαγκλαντές δεν αγαπά και τόσο πολύ το χρώμα του όταν πρόκειται για τις ταινίες δράσης, οι οποίες μας απασχολούν. Παρακάτω, στιγμιότυπα από την ταινία Dhaka Attack του 2017 η οποία υπάρχει (ως πότε;) ολόκληρη στο YouTube .


Φυσικά, οι άνθρωποι δε χρησιμοποιούν τα φίλτρα που μας συνήθισε το Χόλιγουντ, αλλά μπορούμε παρόλα αυτά να προβούμε σε μια σειρά παρατηρήσεων. Καταρχάς, οι ηλιόλουστες μέρες παίρνουν στ' αλήθεια ένα χρώμα μουσταρδί κι ίσως αυτό να οφείλεται στα σύγχρονα ψηφιακά μέσα και τις τεχνικές ευαισθησίες τους. Ή πάλι μπορεί να οφείλεται στα φτηνότερα τεχνικά μέσα μιας ταπεινής παραγωγής. Ή φυσικά στην χαμηλή ποιότητα της κόπιας. Από τη μουστάρδα, τώρα, μέχρι την υιοθέτηση του φίλτρου - όπως το βλέπω εγώ - η απόσταση δε φαίνεται πολύ μεγάλη. Στις σκηνές έντασης (όπως κάτω αριστερά, όπου κάτι παίζει με μια μπόμπα, αλλά έλεος! δεν έκατσα να παρακολουθήσω κι όλη την υπόθεση, η οποία περιλαμβάνει τις ίδιες ακριβώς μουσικογλυκερές εμβολές του Μπόλιγουντ) εφαρμόζεται μια σούπερ συνηθισμένη τακτική με τον ήλιο χαμηλότερα στον οριζόντα και τις πιο ζεστές αποχρώσεις ενός ηλιοβασιλέματος. Μήτε όμως τα ηλιοβασιλέματα, μήτε οι αυγές διαρκούν ολημερίς κι έτσι, καθώς η ώρα περνά και τα γυρίσματα πιέζονται χρονικά, τα φίλτρα μας κλείνουνε πάλι το μάτι. Η πορτοκαλί λογική πολλών τέτοιων στιγμών, διάσπαρτων σε μια ταινία, είναι χαρακτηριστικό κι αυτού του σύγχρονου ινδικού κινηματόγραφου, όπως θα δούμε, μα όχι μόνον - ο Michael Bay στους Transformers δεν κάνει άλλη δουλειά. Τέλος, πάνω δεξιά, βλέπουμε ένα δείγμα από περισσότερα αντίστοιχα της ταινίας, όπου το Μπαγκλαντές διόλου δε μοιάζει με το τσίρκο που θα περίμενε ο Χατζηστεφάνου: γαλαζωπά-γκρι και μουντά αστικά τοπία. Μα για κάτσε ρε φίλε: βαριά μουσταρδί χρώματα στην εξοχή ή όπου υπάρχουνε δυο θάμνοι παραπάνω, γκρι και μουντή ατμόσφαιρα όπου συγκεντρώνεται περισσότερο τσιμέντο και σοβατισμένες σκιές. Τι γίνεται εδώ; Γιατί δε μιλούμε για ρατσισμό της πρασινάδας και καταπάτηση των δικαιωμάτων του τσιμέντου, ε; Φυσικά, όπως είπαμε, η ποιότητα της κόπιας είναι εξαιρετική χαμηλή για να κρίνει κανείς με βεβαιότητα.

Τα 5 κυρίαρχα χρώματα
Online image processing

Τα ίδια ακριβώς προβλήματα φαίνεται ν' αντιμετωπίζει κι η παρακάτω μεξικάνικη παραγωγή «Nosotros Los Nobles» του 2013 (δυστυχώς, δε βρήκα εύκολα ταινία δράσης, που να μην έχει χωθεί μέσα και κάποιος βορειο-ηπειρώτης). Όπου εφαρμόζονται, στ' αλήθεια, φίλτρα σε τέτοιο βαθμό απαράδεκτα ή μήπως η χαμηλή (για μία ακόμη φορά) ποιότητα της ταινίας λειτουργεί ως φίλτρο από μόνη της; Με τη διαφορά βέβαια πως εδώ κυριαρχεί, σε αντίθεση με την ΕΚΜΑ του Μπαγκλαντές, μια κιτρινίλα ερυθρότερη και πιο ζεστή. Πού και πού, συναντάμε και φυσιολογικά χρώματα, όπως κάτω αριστερά. Δυο σκηνές, ωστόσο, αργότερα το contrast και η φωτεινότητα κατρακυλούν στα τάρταρα. Για μία ακόμη φορά αδυνατούμε να πετύχουμε αξιοπρεπές αντίγραφο, εκτός κι αν η ταινία ήταν όντως αυτής της υποστάθμης από κατασκευής.


Τα 5 κυρίαρχα χρώματα
Online image processing

Τα ίδια πάλι χάλια και στην άλλη μεξικάνικη παραγωγή «No Se Aceptan» της ίδιας χρονιάς [2013]. Στο καρέ πάνω αριστερά, η ταινία ξεκινά μάλλον με αναδρομή στο παρελθόν, οπότε «δυστυχώς» το βαρύ πορτοκαλί φίλτρο εξαφανίζεται στη διάρκεια της ταινίας. Και λέω «δυστυχώς» γιατί δυσχεραίνει τις αποδομιστικές μου διαθέσεις, αλλά «ευτυχώς» για τα μάτια μας. Κι ενώ στα σημεία (όπως κάτω αριστερά ή αλλού) η ταινία φλερτάρει κάπως με τις αποχρώσεις της πραγματικότητας, από την άλλη πάλι τα δυο καρέ δεξιά μοιάζουν να έχουν βουτηχτεί στο εργαστήριο ερασιτέχνη αλχημιστή.


Οπότε είμαστε στο σημείο, όπου αναρωτιέται κανείς: μήπως τελικά έχει κάθε τόπος το ατμοσφαιρικό του χρώμα ή είμαστε όλοι θύματα των τεχνολογικών μας μέσων;; Κι αν ναι θα πρέπει μήπως να εκβιάζουμε την ομοιομορφία με αντιφίλτρα, ώστε όλοι οι τόποι να φαίνονται «φυσιολογικοί» στη δυτική ματιά; Ούτε κατά διάνοια! Μήπως είναι πάλι λύση να μη χρησιμοποιεί κανείς καθόλου φίλτρα, όταν κάθε ψηφιακή συσκευή έχει ήδη προρυθμίσεις και προδιαγραφές από τη μάνα της, πράγμα που σημαίνει πως σαν η «πραγματικότητα» περάσει από τα σπλάχνα της θ' αλλοιωθεί ούτως ή άλλως; Δεν θα 'ταν εξίσου ρατσιστικό να θέλουμε να παρουσιάζεται το Μεξικό με τις ίδιες default ρυθμίσεις που παρουσιάζονται τα Ηνωμένα Αμερικανικά Εμιράτα, αντί να παλέψουμε ν' αποδώσουμε τα «σωστά» του χρώματα, όποια κι αν είναι αυτά; Για να κλείσουμε αυτή την ενότητα, ας αναλογιστούμε λοιπόν και τούτο το νέο πρόσκομμα στο οποίο καταλήξαμε κι όπου η αποτύπωση του χρώματος βρήκε έναν ακόμη περιορισμό. Μαζί με την καλλιτεχνική και την πολιτική προκατάληψη, ορθώνεται τώρα μπροστά μας μία ακόμη: η τεχνική.

Κι αν αναρωτιέμαι - αν - υπάρχουν κράτη που οι συνθήκες είναι στ' αλήθεια άθλιες, γιατί 'ναι κολάσιμο, να επιτείνει κάποιος την οπτική τους αντίληψη; Μην ξεχνάμε ότι η έλλειψη φυσικής παρουσίας του θεατή αποδυναμώνει την επίδραση της αντικειμενικής εικόνας. Η φωτογραφία μιας χωματερής, οσοδήποτε βρωμερή κι αν είναι, ποτέ δε θα γίνει εξίσου βρωμερή με την πραγματικότητα. Εδώ είναι που έρχεται να συναντηθεί η αναγκαιότητα με την τέχνη της φωτογραφίας ή του κινηματογράφου. Οι τελευταίες συνίστανται δηλαδή κι από τούτη την υποχρέωση, όχι μόνο κι απλά ν' απεικονίζεται ψυχρά ένα κατιτίς, μα πολύ περισσότερο να παλέψει ο δημιουργός με τα μέσα του (τεχνικά και καλλιτεχνικά), ν' αποκαταστήσει εκείνο που η ξερή, δημοσιογραφική εικόνα αποστερεί απ' το αντικείμενό της, καθιστώντας το ουδέτερο και συχνά αδιάφορο. Κι αν σπάνια μια ταινιά δράσης ή περιπέτειας φιλοδοξεί να κάμει Τέχνη, ωστόσο δεν παύει να 'χει προθέσεις που αφορούν στο πώς θα πρέπει ν' αποδοθεί η αντικειμενική πραγματικότητα, ώστε να μοιάζει με τον εαυτό της. Μια φτωχογειτονιά, μια φαβέλα, μια παραγκούπολη μπορεί να μοιάζουν χαμογελαστές μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Μ' αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ γιατί εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να περάσουν τις ζωές τους εκεί, δίχως να το 'χουν επιλέξει.

Ας δούμε όμως και κάτι πιο παιχνιδιάρικο: τι εντύπωση δίνει ο δορυφόρος της Google Earth για το ερωτικό ετούτο κουαρτέτο: Νέα Υόρκη, Ντάκα, Nogales και Juarez (Μεξικό). Αν αφήσουμε στην άκρη τις μικροδιαφορές που δημιουργούνται τοπικά εξαιτίας (φαντάζομαι) των ατμοσφαρικών συνθηκών κατά την ώρα της φωτογράφισης, παρατηρούμε οτι το γενικότερο χρώμα Νέας Υόρκης και Ντάκας σχεδόν ταυτίζονται. Θα μου πείτε πως στη Ντάκα παίζει λίγη παραπάνω «καφετίλα», μα είναι που οι φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης είναι φτιαγμένες πάνω σε τσιμέντο κι άσφαλτο, ενώ οι ασιατικές παράγκες πάνω στη σκόνη και τη λασπουριά. Πώς να το κάνουμε τώρα; Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, με την θαυμαστή δυνατότητα που δίνει η Google, να σεργιανίσει κανείς μες στα στενά του φτωχικού κομματιού της Ντάκα. Έχει ΜΕΓΑΛΟ ενδιαφέρον! Οι άνθρωποι μπορεί να 'ναι πολύχρωμοι (ενδυματολογικά), αλλά οι συνθήκες στις οποίες περιφέρονται δεν είναι σε καμία περίπτωση πολύχρωμες, αλλά μάλλον πολύβρωμες. Αν ήσουν λοιπόν εσύ, καλέ αναγνώστη, υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσεις κάποιο φίλτρο για την αθλιότητα, ποιο χρώμα θα διάλεγες τελικά; Να δούμε πόσοι ανάμεσά μας είναι τελικά οι αναμάρτητοι. Ένα πρόβλημα ακόμη είναι βεβαίως και το γεγονός ότι συγκρίνονται εξαρχής (από Χατζηστεφάνηδες ή άλλους) ανόμοια πράματα: το μπλε της Μητρόπολης, με το κίτρινο της πλέμπας. Δε συγκρίνονται, δηλαδή, εμπορικά κέντρα μεταξύ τους μα, εντελώς άστοχα, τα κέντρα με τους μαχαλάδες. Από την άλλη πάλι, η Νογκάλες του Μεξικού είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Θέλει ο ρατσιστής ν' αγιάσει κι η Νογκάλες του παίρνει το σταυρό απ' το χέρι. Να το πούμε κι έτσι: αν το Μεξικό ήταν μια κλίμακα της Νέας Φιλαδέλφειας, η Νογκάλες θα 'ταν το γήπεδο της ΑΕΚ. Πιο κίτρινη δε γίνεται. Κι εκείνο το Juarez, να πούμε, δεν πάει πίσω: άδενδρη ξεραΐλα στη μέση του πουθενά. Μη μας φταίνε, λοιπόν, μόνο τα φίλτρα!

New York @ Google Earth




Όμως δε διάλεξα τυχαία Juarez και Nogales ως κατακλείδα των προηγούμενων, καθώς είναι δυο πόλεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο κι εξαιρετικό Sicario του Denis Villeneuve. Μάλιστα το Juarez είναι η πόλη όπου επιλέγει να σκηνοθετήσει μία απ' τις πλέον αριστοτεχνικές σεκάνς του κινηματογράφου. Μιλώ για το σημείο εκείνο, όπου το κομβόι των αστυνομικών οχημάτων επελαύνει στο εσωτερικό της πόλης. Ο Villeneuve είναι μάστορας από τους λίγους και δεν έχει ανάγκη από τα εμετικά φίλτρα του Hargrave. Μπορεί μ' ελάχιστα και απλά υλικά να δημιουργήσει μια βαριά, υπόκωφη απειλή, να την φτιάξει να έρπει ή ν' αναδύεται από τα σωθικά της πόλης, την άσφαλτο, τα βλέμματα, δίχως στην ουσία να φανερώνει τίποτε πραγματικά απειλητικό. Και ξεκινά να το χτίζει ετούτο πολύ πριν οι πρωταγωνιστές συναντήσουν κάποτε στη διαδρομή τους, μαζί με το θεατή, τα διαμελισμένα ανθρώπινα εκκρεμές, σκοτεινά στολίδια ενός ανοιχτού πολέμου. Ωστε σαν αντικρύζει κανείς το αποτρόπαιο θέαμα δεν υπόκειται στο εύκολο, ετοιματζίδικο σοκ της κουτσής Μαρίας, μ' αντιθέτως είναι το αποτέλεσμα μιας άριστα μελετημένης κλιμάκωσης, η οποία συστρέφει το στομάχι σιγά-σιγά προετοιμάζοντας το θεατή ν' αντικρύσει το οτιδήποτε. Τώρα, με λίγη προσοχή και λίγη καχυποψία, μπορούμε να υποθέσουμε πως το χρησιμοποιεί και τούτος το φιλτράκι του, μα τόσο έντεχνα και σεμνά ώστε θαρρώ πως μένουμε όλοι ευχαριστημένοι, τόσο οι Κολλαίοι όσο κι οι Χατζηστεφαναίοι. Ή τουλάχιστον έτσι θα 'θελα να πιστεύω. Το «προκατειλημμένο» φίλτρο του Villeneuve έχει πολύ πιο διακριτικό αποτέλεσμα απ' ότι το χρωματικό ξεσφούγγι (δική μου λέξη, δεν ξέρω τι σημαίνει) του μεξικάνικα «αντικειμενικού» «Nosotros Los Nobles» (πολλά εισαγωγικά μαζεύτηκαν, όμως).

Monday, June 15, 2020

Κίτρινα και άλλα μούρα [ Μέρος Δεύτερο ]

Λοιπόν, για να μην υπάρχει παρεξήγηση, εγώ δεν είπα στιγμή ότι διαφωνώ (μήτε όμως πως συμφωνώ) με την ουσία του πράματος που καταθέτει ο καλός Άρης. Εννοείται πως θεωρώ το Χόλιγουντ ικανό κι υπεύθυνο για ένα σωρό -ισμούς, αλλά νομίζω υπάρχουν πολύ βαθύτερα, ύπουλα και ισχυρότερα  επιχειρήματα από το χρώμα των φίλτρων και άλλα ευτράπελα. Τούτο, βέβαια, δεν είναι διαφωνία, είναι μονάχα μια ελάχιστη παρατήρηση. Εκεί που διαφωνώ είναι κυρίως σ' αυτό: όχι απλώς αντιγράφει έτοιμη θεματολογία από το διαδίκτυο (κάτι που δεν είναι απαραίτητα κολάσιμο, αφού δεν τα παραδέχεται όλα τούτα για δικά του), μα το κάνει με τρόπο σκανδαλωδώς του ποδαριού, δίχως να παρεμβάλλει διόλου την προσωπική του κρίση κι ικανότητα, που θεωρώ πως μάλλον έχει. Κάμει βεβαίως μια δυο-περίτεχνες ντρίμπλες για το πόσο πολύπλοκο είναι το ζήτημα και τα σχετικά, μα τούτα είναι όπως είπαμε και νωρίτερα του κώλου τα εννιάμερα. Αν είναι όντως τόσο σύνθετο το ζήτημα, τότε παράτα το ρε φίλε, μην το κάνεις καθόλου ή ασ' το γι' άλλη μέρα! Ξεκίνα καταρχάς, αν μπορείς, μια διεξοδικότερη μελέτη του φαινομένου, μη γίνεις και ρεζίλι, και συμπύκνωσε αργότερα τα συμπεράσματά σου, παστρικά και όμορφα, στο δωδεκάλεπτο κήρυγμα του Infowar. Κι αν υπάρχει καμιά φορά η ανάγκη, κόψε στη μέση και το γαμημένο το τραγούδι - δεν τρέχει τίποτα - μήπως κερδίσουμε κι εμείς οι ακροατές κανένα δίλεπτο ουσιαστικού προβληματισμού, παρά να κοιτάμε το ρολόι μας. Μην κάνεις όμως τ' ανάποδο, ρε φίλε! Όχι πρώτα τα ετοιματζίδικα από το διαδίκτυο κι έπειτα όποιος γουστάρει ας το ψάξει. Αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου; να προδικάζει και να προοικονομεί με ένα μέτρο και σταθμό ή να ξετρυπώνει και να εκθέτει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία; Μια δουλειά είχε να κάνει ο Χατζηστεφάνου και την ευτελίζει τόσο, ώστε θέτει προς αμφισβήτηση όχι μόνο την εγκυρότητα αυτών που ξεμπροστιάζει και τα οποία πιθανόν έχουνε βάση, μα πολύ περισσότερο κι αυτήν την (υποτιθέμενη) δημοσιογραφική αντικειμενικότητα (ποια;). Τόσο πρόχειρα, δηλαδή, αντιμετωπίζει το ζήτημα ο λεγάμενος και δίχως την παραμικρή διάθεση διασταύρωσης ή φαντασίας ή κινηματογραφικής τριβής ή καλλιέργειας, ώστε τίθεται σαφές ζήτημα προκατάληψης, όπως θα δούμε παρακάτω. Θα μου πεις, βέβαια, πόση διασταύρωση πια να χωρέσει μέσα σε 12 λεπτά; Ε ναι, αληθές και τούτο. Πάμε να δούμε, ωστόσο, μερικές εναλλακτικές ερμηνείες. Εντάξει Χατζηστεφάνου, σ' ακούσαμε. Σειρά μας τώρα.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, απ' το αμφιλεγόμενο «Extraction», όπου συμβαίνει πράγματι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Χατζηστεφάνου: καλός λευκός μισθοφόρος σώζει το παιδί, κερδίζει το κορίτσι, τέλος της υπόθεσης. Δεν έχει σημασία βέβαια που δεν υπάρχει κορίτσι και στο τέλος ο λευκός πεθαίνει, σιγά μην κάτσει τώρα, ολόκληρος Χατζηστεφάνου, να παρακολουθήσει την ταινία που θα της ασκήσει κριτική! Τέλος πάντων, προτού καταλήξουμε στην πολιτικά πρόσφορη για εκμετάλλευση θέση περί ρατσισμού, θα πρέπει προηγουμένως να εξετάσουμε αν υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις, εξίσου καλοστεκούμενες κι απείρως απλούστερες και τούτο θα επιχειρηθεί σε όλα τα επόμενα ζητήματα. Να είμαι όμως ξεκάθαρος: δε λέω πως δεν υπάρχουν αμέτρητοι έμμεσοι λόγοι οι οποίοι ωθούν μια ταινία να είναι «ελαφρώς ρατιστική» ή ακόμη και βαρέως, το ενάντιο μάλιστα! Λέω ωστόσο πως όταν αυτό συμβαίνει, συμβαίνει συνήθως (όχι όμως πάντα) όχι γιατί είναι άμεση πρόθεση της ίδιας της ταινίας, αλλά για δύο πολύ φτηνότερους λόγους. Πρώτον, γιατί καταφεύγει σε ήδη δοκιμασμένα κλισέ τα οποία έχουν επιβληθεί έμμεσα ή άμεσα από μια κοινωνία ήδη ρατσιστική και δεύτερον γιατί δημιουργεί νέα κλισέ με τη δική της συμβολή στην επανάληψη. Οπότε το κλισέ από το ρατσισμό είναι ένα βήμα υπόθεση, αν υπάρχει κακή πρόθεση ή νιονιό κουκούτσι. Πίσω στην ταινία μας, ωστόσο, και σ' ότι αφορά το λευκό πρωταγωνιστή, θα μπορούσαν πρόχειρα να ειπωθούν πολλά. Για παράδειγμα, σε μια ταινία που δεν επιθυμεί να κάνει τέχνη, αλλά περισσότερο να πλασαριστεί καλά σ' ένα box office και μάλιστα συγκεκριμένου τύπου δυτικού-αστικού κοινού, τι πιο ευνόητο για έναν παραγωγό απ' την επιλογή ατόμων που μονοπωλούνται στα box office των τελευταίων χρόνων; Μπορούμε, φυσικά, να συζητήσουμε γιατί το box office μονοπωλείται από λευκούς αντιπροσώπους (αν είναι όντως έτσι), αλλά δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε στα σοβαρά μια ευτελή ταινία γιατί δε σηκώνει την πολιτική στους ώμους της, επιλέγοντας κόντρα στα κριτήρια της εποχής. Ο Chris Hemsworth μετά από δεκάδες συμμετοχές στα πρώτα νούμερα, με Thor, Avengers και της Παναγιάς τα μάτια, νομίζω είναι μια τίμια επιλογή όχι γιατί είναι λευκός, παρά γιατί είναι δημοφιλής. Επαναλαμβάνω: είναι άλλη συζήτηση αν είναι δημοφιλής ως λευκός κι ακόμη γιατί η Marvel κυριαρχείται από χλωμά πρόσωπα. Αλλά δεν είναι του παρόντος.

Στη συνέχεια, ο ακριβοδίκαιος Άρης ο οποίος δεν ικανοποιείται ούτε απ' τη λευκότητα μα ούτε κι απ' τις αποχρώσεις της μουστάρδας και χρειάζεται να του κάνουμε δώρο το χρωματολόγιο της Βιβεχρώμ, τσαμπουνάει και την παρακάτω τερατολογία, η οποία απευθύνεται είτε σε πολύ ηλίθιους. είτε σε πολύ προσχολικούς. Λέει, λοιπόν, πως μόνον αφού η/το Netflix αποφάσισε να προσφέρει συνοδευτικό υλικό πάνω στην ταινία, του τύπου «behind the scenes» και τα σχετικά, μόνον τότε, ισχυρίζεται ο Άρης μας:

« όλοι συνειδητοποίησαν κάτι που είχαν δει αλλά δεν είχαν προσέξει. Όλες οι σκηνές που έχουν γυριστεί στο Μπαγκλαντές έχουν καλυφθεί μ' ένα βαρύ, κίτρινο φίλτρο. Ο ουρανός είναι βρώμικος, σε χρώμα μουστάρδας, και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών καφέ μέχρι αηδίας. Βλέποντας όμως ακριβώς τις ίδες σκηνές πίσω από τις κάμερες, χωρίς τα φίλτρα, συνειδητοποιούσες ότι ο ουρανός (και) ένα όμορφο μπλε χρώμα και το Μπαγκλαντές δεν ήταν ένας μουντός σκουπιδότοπος, αλλά ένα πολύχρωμο πανηγύρι. »

Τώρα, έχω δύο βασικές παρατηρήσεις (αλλά μάλλον παρακάτω ξεχνώ πια είναι η δεύτερη). Θα πρέπει να 'ναι κανείς εντελώς τυφλός, αχρωμάτωψ ή δυσχρωμάτωψ για να μην το 'χει προσέξει τούτο, ήδη, από την πρώτη θέαση της ταινίας κι έπρεπε να περιμένει το ντοκιμαντέρ για να το συνειδητοποιήσει! Τα φίλτρα στη συγκεκριμένα ταινία είναι τόσο επιθετικά, εξτραβαγκάν κι εξαποδώ, ώστε δε θυμάμαι αντίστοιχό τους αλλού και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό - με εξαίρεση ίσως τις γραφικές αμμοθύελλες του Arrakis. Ο Χατζηστεφάνου πρέπει μάλλον να θεωρεί όλους εμάς τους υπόλοιπους, των οποίων τα επώνυμα δε λήγουν σε -στεφάνου, παντελώς ηλίθιους και χάπατα. Μέχρι κι αυτός ή αυτή που δεν έχουν βγει σπιθαμή από το σπίτι τους, να πούμε ως το απέναντι πεζοδρόμιο, παρά χαζεύουν τον κόσμο από το χαζοκούτι, ακόμα κι αυτοί γνωρίζουν άριστα πως καμία πραγματικότητα, οσοδήποτε εξωτική, δε μπορεί να μοιάζει στη δυστοπική ατμόσφαιρα ετούτης της ταινίας. Σ' ετούτες τις προσλήψεις οι θεατές της εποχής μας έχουν εκπαιδευτεί από πολύ νωρίς και ξέρουν πολύ καλά, ωστόσο ασυνείδητα, να διαχωρίζουν τη γλώσσα των καθομιλούμενων εικόνων από τη γλώσσα του κινηματογράφου, η οποία ακολουθεί τους δικούς της γραμματικούς κανόνες και το συντακτικό. Η παρεξήγηση τούτη γίνεται όχι μόνο γιατί υπάρχει πολιτική προκατάληψη απ' τη μεριά μερικών-μερικών, σύμφωνα με τους οποίους τα πάντα πρέπει να σφάζονται και να μαχαιρώνονται από τ' αριστερό χασαπομάχαιρο, μα επιπλέον και γιατί νομίζουμε πως ο άνθρωπος σχηματίζει την εντύπωση του κόσμου μόνον από ή κυρίως από τις ταινίες κι όχι από χίλιες-δυο μεριές. Παίζει, φυσικά, το ρόλο του κι ο σινεμάς, συμπληρωματικά όμως κι όχι καθοριστικά. Το ευτράπελο είναι πως κι αυτός ο ίδιος ο Χατζηστεφάνου - όχι το παιδί από κακή διάθεση - δεν καταφέρνει ν' αποδράσει τελικά απ' τα ρατσιστικά κλισέ: άμα το Μπαγκλαντές δεν είναι ο μουντός σκουπιδότοπος του Sam Hargrave, τότε δε μπορεί παρά να 'ναι το πολύχρωμο πανηγύρι που διάβαζε κάποτε ο μικρός Άρης στα παραμύθια του Αλλαδδίνου. Μας είναι αδιάφορο αν στο ντοκιμαντέρ των γυρισμάτων βλέπουμε την απλότητα ενός ακόμη φυσιολογικού τόπου. Κι έτσι επιστρέφουμε για μία ακόμη φορά, κυκλοτερώς, στην τυπική εικόνα του λευκού μπούλη, ο οποίος έχει καταχωρίσει τις εξωτικές αυτές συντεταγμένες στην κατηγορία «γραφικό μωσαϊκό» και «πολύχρωμος τουρισμός». Το Μπαγκλαντές δε μπορεί να 'ναι ένας απλός τόπος όπου περνούν οι ανθρώποι τη ζωή τους, με το δικό του ιδιαίτερο χρώμα και τα προβλήματα. Ή σκουπιδότοπος για να κυλιέται στη σκόνη ο Χρηστάκης, αμολώντας κλωτσοπατινάδες εναλλάξ με καυτό μολύβι, ή πανηγύρι για να βγάζει ωραίες σέλφι ο Χατζηστεφάνου.

Όσον αφορά, τώρα, στην αίσθηση που μπορεί να προκαλέσει ένα χρώμα, το ζήτημα είναι όντως τόσο πολυσύνθετο - το αναφέρει τούτο ο παρουσιαστής - ώστε ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες και ικανότητες ενός ατόμου μοναχού - και μάλιστα εξίσου αδαούς με την αφεντομουτσουνάρα μου. Όχι μόνο γιατί η αίσθηση του χρώματος μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται από τον έναν άνθρωπο στον άλλο κι από τον άλλο πολιτισμό στον ένα, μ' ακόμη και γιατί το συναίσθημα του καθενός επηρεάζεται άμεσα και καταλυτικά κι απ' το ίδιο το σημαίνον. Ως εκ τούτου, η ίδια απόχρωση προσλαμβάνεται διαφορετικά όταν απεικονίζεται πάνω σε διαφορετικά αντικείμενα κι έτσι ένα κόκκινο αυγό δεν είναι το ίδιο με μια κόκκινη κουράδα κι ούτε ένας μπλε ήλιος είναι το ίδιο πράμα μ' ένα μπλουτζίν στην ίδια απόχρωση ή το πέλαγος το καλοκαίρι. Για το προκείμενο τώρα χρώμα δε θα 'ταν όντως μακριά απ' την αλήθεια, αν υποθέταμε - όπως και κάνουμε - πως το κίτρινο φίλτρο έχει συνδεθεί με τόπους που θεωρούνται όχι απλά ζεστοί κι ηλιόλουστοι, μα πολύ περισσότερο σκονισμένοι και βρώμικοι. Είναι τούτο ρατσιστικό; ρατσιστικό είναι μεγάλη και βαριά κουβέντα, είναι ωστόσο προκατειλημμένο στο βαθμό που θεωρούμε έναν οποιοδήποτε τόπο ομοιόμορφο, ως να 'ταν μόνον ετούτο ή το άλλο. Αλλά δε μπορούμε να μιλάμε από τη μία για τις καθόλα αληθινές παραγκουπόλεις και τις άθλιες συνθήκες διάφορων τόπων, όταν αρθρογραφούμε σε αριστερές φυλλάδες, μ' από την άλλη να καιροφυλακτούμε κάθε που εμφανίζεται κάποιος να το εκμεταλλευτεί τούτο εμπορικά. Τουλάχιστον ας τον κατηγορήσουμε για τους ορθούς λόγους, ας τον πούμε καπιταλιστή. Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνει ένας σκηνοθέτης, ο οποίος θέλει να γυρίσει την ταινία του σ' ένα τέτοιον ακριβώς τόπο, αν όχι βρώμικο τουλάχιστον σκονισμένο και ζεστό;

Θα μου πείτε να μη βάλει φίλτρο ή να το χρησιμοποιεί με μέτρο, όχι με το μέτρο. Τώρα παιδιά, δεν είναι τίποτα σοβαρή τέχνη το «Extraction» και πολύ π' ασχοληθήκαμε μαζί της, αλλά παρόλα αυτά δε θα υποδείξουμε εμείς πώς και τι θα πράξει ο «καλλιτέχνης» με τα μέσα του. Προσοχή, όμως, εδώ η περιοχή είναι λεπτή: ο δημιουργός μπορεί να κάνει ό,τι του κατέβει με τις παλέτες του και λογαριασμό δε θα δώσει, παρεκτός κι αν αποκαλυφθούν βάσιμες υποψίες για συνειδητή προκατάληψη και πρόθεση βλάβης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δε θίγεται ούτε ξώφαλτσα από κανέναν, είτε γιατί δεν απασχολεί κανέναν, είτε γιατί δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο, έξω δηλαδή κι αν περνούσαμε τον σκηνοθέτη από δίκη. Για να δούμε πόσο υποκειμενικές είναι τελικά οι χρωματικές ερμηνείες, σε μένα δημιουργήθηκαν εντελώς διαφορετικά συναισθήματα από 'κείνα του Χατζηστεφάνου κι είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που, εν πρώτοις, εξεπλάγην ευχάριστα με την (δίχως αντίκρυσμα ωστόσο) υπόσχεση μιας διαφορετικής προσέγγισης. Γιατί μ' αρέσει και γουστάρω να επεκτείνομαι και ν' ακυρώνομαι. Άρρωστο έτσι; Προσωπικά, λοιπόν, ομολογώ πως κυριάρχησε περισσότερο ένα συναίσθημα νοσηρότητας, ναυτίας, διαρκούς απειλής και άγχους, πράγματα που είναι απολύτως σύμφωνα με τους σκοπούς της ταινίας κι ούτε στιγμή δεν ενισχύθηκε ή ανακινήθηκε κάποιος υποτιμητικός μηχανισμός απέναντι στους άγνωστους, μακρινούς εκείνους τόπους - τουλάχιστον στη βάση του χρώματος. Ο καθένας βγάζει από μέσα του ό,τι έχει περίσσεμα: εγώ το άγχος κι ο Χατζηστεφάνου την πολιτική αποδόμηση. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να υποστηρίξει πως το ένα συναίσθημα είναι ορθότερο έναντι του άλλου; Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ωστόσο, πως η δική μου ερμηνεία ενισχύει κι ενισχύεται περισσότερο απ' τις προθέσεις τις ταινίας, ενώ η άρειος ερμηνεία παλεύει να βγάλει κι από τη μυγα ξύγκι. Παρόλα αυτά δε την αντικρούω εντελώς, θέλω να καταδείξω μόνον πως μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα πολλές κι αντιφατικές, μεταξύ τους, οπτικές και δε χρειάζεται να βιάζουμε τις καταστάσεις, προκειμένου να στήσουμε εκπομπή ή να φανερωθούμε μάστορες της φιλοσοφικής.

Ως ταινία δράσης, το «Extraction» είναι σημεία που τα σπάει και σε καθηλώνει! Σ' άλλα σημεία πάλι είναι παντελώς για τον πούτσο και μάλιστα καβάλα. Αισθητικά όμως είναι ο ορισμός της φτηνής υπερβολής και μάλιστα δίχως την παραμικρή επίφαση, πως δηλαδή γίνεται χρήση της υπερβολής προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος ιδιαίτερος σκοπός που δε μπορεί διαφορετικά. Είναι νέτη και σκέτη χυδαιότητα. Πώς γίνεται όμως και πότε γίνεται μια δημιουργία χυδαία; Γίνεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, όταν περιορίζεται ή εξαντλείται στην ευκολία - εδώ εννούμε την αισθητική ευκολία. Γιατί να εντρυφήσεις στην αληθινή τέχνη της σκηνοθεσίας και του μοντάζ όταν μπορείς εκεί να πετάξεις ένα μουσταρδί φίλτρο και να τελειώνεις; Γιατί να κάτσει και να σπάσει τη γκλάβα του κανείς για το πώς σκηνοθετείται έντεχα η ατμόσφαιρα με τη χρήση του ήχου, του λόγου, του υπολογισμένου πλάνου, του κατάλληλου φωτός ή ό,τι άλλο, όταν η ταινία πρέπει να 'χει ολοκληρωθεί ως την ερχόμενη Τρίτη κι ο υπολογιστής σε φλερτάρει απ' τη γωνία, τάζοντας στους αφελείς σχεδόν τα πάντα και σχεδόν έτοιμα; Βάλε δυο ανθρώπους γυμνούς σ' ένα κρεβάτι, άνοιξε όλα τα φώτα κι έχεις στα σκαριά μια τσόντα, άνοιξε μόνο το πορτατίφ στο κομοδίνο κι έχεις μια ερωτική ταινία, γκρέμισε τους τοίχους γύρω ή βάλε το κρεβάτι στη μέση ενός πεδίου μάχης κι έχεις κάνει το πρώτο δειλό βήμα προς την Τέχνη. Η ταινία με την οποία ασχολούμαστε δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα πορνογράφημα δράσης. Σκοπός της δεν είναι - σε πρώτη, αφελή αντιμετώπιση - να μειώσει κανέναν, λαό ή άνθρωπο, πέραν από αυτή την ίδια την τέχνη του σινεμά σε απλή τεχνική. Θέλει μονάχα να σε κάνει να καυλώσεις και τίποτα περισσότερο. Και όπως είπαμε, στα σημεία το καταφέρνει.

Κι όμως, εκείνο που δεν πέρασε καν απ' το νου του Χατζηστεφάνου ή πέρασε μα προτίμησε την ευκολία του κιτρινισμού, είναι πως η ταινία μπορεί να χαρακτηριστεί ρατσιστική με χιλιάδες άλλους τρόπους, παρά με το χρώμα. Αυτά, βέβαια, μπορούμε να τα διαβάσουμε αναλυτικότερα σε διάφορες ιντερνετικές ενστάσεις που κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλα μία που μου κίνησε το ενδιαφέρον είναι και τούτη , όπου καταλαβαίνουμε ότι το χρώμα είναι - πολύ σωστά - το τελευταίο πράγμα που θα 'πρεπε να μας απασχολεί, ανάμεσα σε τόσα σοβαρότερα ζητήματα.

Κίτρινα και άλλα μούρα [ Μέρος Πρώτο ]

Σήμερα, θα ξεκινήσω το λόγο μου όντας ασυγχώρητα ειλικρινής: με τον Άρη Χατζηστεφάνου ήμουν - κι εξακολουθώ να είμαι - προκατειλημμένος, αν όχι απ' την πρώτη μέρα που τον διάβασα, τουλάχιστον από τη δεύτερη που τον άκουσα. Ωστόσο, διάγω προκατειλημμένος σ' ελαφρολαϊκό βαθμό. Αυτό, να πούμε, σημαίνει πως απλά τον αντιπαθώ λιγάκι, αλλά δε σκάω κιόλας βρε αδερφέ! Άμα τον γνωρίσω από κοντά δεν τ' αποκλείω και ν' αλλάξω γνώμη. Κι αυτό πα' να πει, με τη σειρά του, πως δε θα 'χα πρόβλημα να τον γνωρίσω. Αυτό, φυσικά, είναι εντελώς προς τιμή του, γιατί δεν είμαι τόσο large μ' όλα τα gargoyles που κυκλοφορούν εκεί έξω. Έτσι, για παράδειγμα, τον άλλο απαστράπτοντα λακέ (αυτή τη φορά της ακροδεξιάς) που τ' όνομά του ξεκινά από άλφα και τελειώνει σε διάρροια ή εμετό, όχι μόνο δεν επιθυμώ να τον γνωρίσω, αλλά θα του 'τριβα ευχαρίστως και μια ληγμένη πάστα στη μούρη. Με την αρβύλα μου. Ας μην γινόμαστε ωστόσο υπερβολικά χαριτωμένοι τόσο νωρίς, τη στιγμή που μας πιέζουν ένα σωρό επιτακτικά ζητήματα. Και καταρχάς, ποιος είναι επιτέλους ο λόγος που αντιπαθώ ένα τόσο προκομένο κι άξιο παιδί, όπως ο καλός ο Άρης ο Χατζηστεφάνου, ο οποίος μας έχει χαρίσει ένα σωρό βραβευμένα, βαρετά ντοκιμαντέρ, που λένε πολλά μα τίποτα δε λένε, εκτός κι αν είσαι  8 χρονών, τα λένε όμως με τη φωνή του Άρη Χατζηστεφάνου και μ' επαγγελματικό μοντάζ. Τι έχω με τον σοβαρό αυτόν επαγγελματία της Άρπας, γιατί της Κόλλας είμαι εγώ, και τον οποίο άκουσα ή διάβασα παρθενικά κάπου 'κει, γύρω στο 2011-12, σαν έχτιζα τότε (απ' το μηδέν) την πρώτη μου πολιτική αντίληψη κι υπόσταση.

Τον αντιπαθώ, λοιπόν, για δύο λόγους κι ο πρώτος είναι πολύ φτηνός και χαμηλού επιπέδου: δεν αντέχω τη γλιτσιάρα, ειρωνική, καυλοστημένη του φωνή, η οποία θυμίζει κώλο τουρλωμένο, ό,τι κι αν σημαίνει ετούτη η ασυναρτησία που 'γραψα. Καλέ αναγνώστη, α, τη λέω την αμαρτία μου! Μου 'ρχεται να ξεράσω, με την παχύρευστη ετούτη μύξα που σβήνει με διακριτικό - ωστόσο έντεχνο - αναστεναγμό και την οποία χρησιμοποιεί εν είδει φωνής ο πεφωτισμένος Άρης. Το ραδιοφωνικό αυτό πύον δεν είναι, φυσικά, η φωνή με την οποία τον γέννησε η μάνα του. Μπορεί να το διαπιστώσει πολύ εύκολα κανείς, σε δυο-τρία κλικ απόσταση, σε διάφορα βίντεο όπου ο ωραίος νέος φανερώνεται στο πλήρες υλικό του μεγαλείο, ως καλεσμένος ή ως ομιλητής, κι όχι ως ραδιοφωνικό Άγιο Πνεύμα. Τότε η φωνή του Άρη δεν είναι ακριβώς η ίδια! Γίνεται περισσότερο άμεση, πηγαία, γίνεται η φωνή ενός (ας πούμε) τίμιου ανθρώπου, του οποίου ο νους είναι κυρίως στραμμένος στο να πει τη γνώμη του. Μα τότε πλέον δε μ' ενοχλεί. Ή μάλλον δε μ' ενοχλεί τόσο. Αλλά μπορεί και καθόλου. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως δεν είμαι, τελικά, τόσο κακεντρεχής και άδικος μαζί του, μα μπορώ να διακρίνω σε κάποιο βαθμό τις ποιότητες που αλλάζει ανά περίσταση. Όπως στο Infowar, όπου δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, σα να 'παιζε ας πούμε στο θέατρο της Τετάρτης, γιατί στο της Δευτέρας συμμετείχαν πάντα αληθινοί ηθοποιοί. Η φωνή του γίνεται τότε, τόσο μα τόσο, εμετικά στημένη, τόσο πρόστυχα επιτηδευμένη, ώστε θα μπορούσε με απαράμιλλη επιτυχία να διαφημίζει απορρυπαντικά με πράσινους και μπλε κόκκους (ή κίτρινους) ή οδοντόκρεμες μ' ενισχυμένο fluoride. Είναι η φωνή του κομπλεξικού Starlord, όταν στο Infinity Wars προσπαθεί να μιμηθεί το Thor. Με δυο λέξεις, είναι αισθητικά χυδαίος και γελοίος. Μπορεί το ήθος ετούτο να πιάνει σε τίποτα φοιτητριούλες που χύνουν μ' αριστερές-του-κώλου αναλύσεις, εγώ δυστυχώς δεν έχω επιτύχει ακόμα στύση με τα χείλη του Άρη Χατζηστεφάνου, μόνο ακατάσχετη ναυτία. Τώρα, για να μην είμαστε ασύμμετρα άδικοι, να πούμε πως αυτό είναι το ήθος της σύγχρονης δημοσιογραφίας γενικότερα (τουλάχιστον όπως την έμαθα και την γνωρίζω στη χώρα μου): ντόρος να γίνεται και δημιουργία εντυπώσεων - ποιος τη γαμάει την αλήθεια ή μάλλον ποιος τη γαμάει γυμνή; Αν της φορέσουμε, ωστόσο, γκραν-γκινιόλ ηχητικά (αν είσαι TV) ή «ψαγμένη» μουσική επένδυση (αν είσαι Infowar), αν την απαγγέλουμε με στόμφο, με μανιέρα και καλή άρθρωση, τότε μόνο γίνεται η αλήθεια αξιογάμητη. Και όχι μόνο η αλήθεια - ή συνήθως όχι η αλήθεια - μα οποιαδήποτε σαβούρα επιθυμεί να σερβίρει γι' αλήθεια, ο πάσα ένας.

Για το δεύτερο λόγο, να πούμε πως είναι άρρηκτα συνδε(δε)μένος με τον πρώτο, έτσι που δεν υπάρχει κανένας (τρίτος) λόγος να τους διαχωρίσουμε. Τούτη η αστοχία, συνέβη εν τη ρύμη του λόγου και δε γυρίζω τώρα να σβήσω ούτε κόμμα, εκτός κι αν μου ασκηθεί μήνυση. Οπότε θ'αποσύρω ασκαρδαμυκτί τα πάντα, γιατί δεν έχω λεφτά για παράβολα και αβουκάτους. Δεν είναι, λοιπόν, μονάχα η (επιτηδευμένη) χροιά της φωνής του καλού Άρη, μα είναι και το σιχαμερό της ύφος. Ή μάλλον το υφάκι, γιατί «ύφος» μπορεί να σημαίνει και κάτι σοβαρό. Μα 'δω μιλάμε για το υφάκι της γεροντοκόρης ποντικομαμμής, για το τεντωμένο δάχτυλο του συμπλεγματικού ξερόλα, μιλάμε για την ξινίλα που αναδύεται απ' το στομάχι σαν πίνει κανείς μιλκσέικ, μετά από παγωτό τζατζίκι. Είναι ο τύπος που στην εκδρομή, στην παρέα, στο γραφείο έχει άποψη για τα πάντα και είναι, βέβαια, η μόνη σωστή. Αν ήταν μπλε θα ήταν, φυσικά, ο Σπιρτούλης. Αλλά ο Άρης Χατζηστεφάνου, δυστυχώς, δεν είναι μπλε. Δανείζεται περισσότερο κάτι από χρώμα σάπιου μήλου. Και μια που μιλήσαμε για χρώμα και το 'φερε επιτέλους η κουβέντα, ας περάσουμε πια και στο κύριο θέμα για σήμερα.

Τα πράματα, να πούμε, έχουν ως εξής. Στις 17 του φετινού Μαΐου, ανέβηκε στο Infowar η εκπομπή με τίτλο «Γιατρέ, γιατί τα βλέπω όλα κίτρινα στο Netflix;», μάλιστα με την ακόλουθη περιγραφή:

« Όπου σήμερα επιχειρούμε να μιλήσουμε για ένα θέμα που δεν γνωρίζουμε στην ολότητά του, χρησιμοποιώντας ένα μέσο επικοινωνίας που δεν προσφέρεται για την ανάλυση του. Κάνουμε δηλαδή αυτό που ορισμένοι αποκαλούν – δημοσιογραφία. Αναλύουμε τα χρώματα που κυριαρχούν σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές και ταινίες και υποπτευόμαστε ότι αυτοί που τα επιλέγουν σκέφτονται βαθιά πολιτικά. Αναρωτιόμαστε γιατί όλες οι τηλεσειρές στο Netflix, οι οποίες διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή ή τη Λατινική Αμερική είναι κίτρινες σαν χαλασμένη μουστάρδα. Και γιατί τα στελέχη της Wall Street είναι σχεδόν πάντα μπλε. Ουσιαστικά επιχειρούμε αυτό που κανένας ραδιοφωνικός παραγωγός δεν θα έπρεπε να κάνει. Να εξηγεί τη λογική των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. »

Ήδη απ' το ξεκίνημα, τα πράματα δεν πάνε όσο καλά θα ελπίζαμε! Ο ακροατής - τουλάχιστον εκείνος με στοιχειώδη αξιοπρέπεια - δύσκολα συγκρατείται απ' το να ξύσει τους όρχεις του, καθώς καρπαζώνεται ευθύς εξαρχής από βερμπαλισμούς του τύπου «μπλα-μπλα ... κάνουμε δηλαδή αυτό που ορισμένοι αποκαλούν – δημοσιογραφία» και παρόμοια ξεράσματα. Απέναντι σε τέτοιου είδους χειροπράκτες οι οποίοι ευλογούν τη γενειάδα τους και με τα δυο χέρια, το μόνο πράμα που περνά απ' το μυαλό μου είναι η ξουριστική μηχανή. Όταν ο επαγγελματίας πόρνος σου τρίβει στη μούρη την υποθετική ψωλή του και ακόμη πόσο γαμάτη είναι η δουλειά του, αφού πρώτα σαπουνίσεις τη μούρη σου, κοιτάς κατόπιν ν' αφήσεις το καλάθι για τα κεράσια και να πας να φας καμιά μπανάνα, διαφορετικά θα μείνεις νηστικός. Αν έχεις κάτι να πεις (τούτο ισχύει και για μένα βέβαια) ή πέστο ή άμε και στο διάολο, να σωπάσεις για πάντα, καραγκιόζη. Κι εκείνα τα «υποπτευόμαστε» κι «αναρωτιόμαστε» δεν είναι παρά ταπεινοφροσύνες του κώλου, εφόσον ο παρουσιαστής το μόνο που γυρεύει είναι να επιβεβαιώσει εαυτόν. Και καταδεικνύεται τούτο περίτρανα, στη συνέχεια, απ' την δημοσιογραφική ξεπέτα, η οποία ακολουθεί κι η οποία απέχει απ' τη στοιχειώδη έρευνα όσο απέχει η αμοιβάδα απ' το μετωπιαίο φλοιό του Νίκου Λυγερού.

Τέλος πάντων, διαβάζοντας ή ακούγοντας το θαυμάσιο πρόλογο, ο ανύποπτος ακροατής περιμένει τουλάχιστον να μάθει τούτο: ποιες είναι όλες αυτές οι γνωστές τηλεοπτικές σειρές που διαδραματίζονται στο Netflix, στη Μέση Ανατολή και την Παφλαγονία, τι τραγικό συνέβη σε αυτές τις κατάπτυστες ταινίες και πόσο βαθιά πολιτική είναι η σκέψη των ιθύνοντων. Πολλά κεράσια έτσι;; Τι θα μάθει, τελικά, απ' όλα αυτά μέσα στα 52 λεπτά που ακολουθούν; Από ελάχιστα ίσαμε σχεδόν τίποτα. Ένας βασικός λόγος είναι κι αυτός: ο χρόνος της εκπομπής απλώς δε φτάνει! Μόνον η μισή εκπομπή ασχολείται με το ζήτημα, κάτι που όμως διόλου δεν αναφέρεται στον ιστότοπο, το μαθαίνεις αργότερα. Ένας τακτικός ακροατής ίσως να είναι εξοικειωμένος με την τακτική αυτή του Infowar, ωστόσο εγώ προσωπικά ένιωσα βαθύτατα προδωμένος. Σαν το παιδί που του τάζουν τη στολή του μπάτμαν κι όταν ανοίγει το δώρο βρίσκει μόνο τη μάσκα κι από κάτω, αντί για μπέρτα νυχτερίδας, ένα πουλόβερ με στάμπα «Πόσο σ' αγαπώ μανούλα!». Μα σαν μην ήταν τούτο από μόνο του αρκετό, αν πιάσει κανείς ν' αφαιρέσει τον πρόλογο, τα σποτάκια, τη μουσική επένδυση καθώς κι ολόκληρο τ' άσχετο δεύτερο μέρος (ναι κι όμως, κάθισα και το 'κανα), πόσος χρόνος νομίζετε πως απομένει;; Πόσο χρόνο νομίζετε πως χρειάζεται τούτος ο δημοσιογραφικός γίγαντας που φέρει τ' όνομα Χατζηστεφάνου προκειμένου ν' αποδομήσει τις ύπουλες τακτικές του Χόλιγουντ και να ξεμπροστιάσει την πολιτική ατζέντα του Νέτφλιξ;; 12 λεπτά! Ναι ακριβώς, το δείχνω κι ολογράφως: δώδεκα λεπτά!! Μέσα σε δώδεκα (ολόκληρα όμως) λεπτά, ο καλός Άρης όχι μόνο προλαβαίνει να χειρομαλαχθεί με τη φωνή του, μα προλαβαίνει μέχρι κι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «δημοσιογραφία» - αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα, απλά μερικοί το αποκαλούνε έτσι, ανάμεσά τους κι ο Άρης! Απίστευτος τύπος, όμως! Να τον πάρουμε για σεμινάρια και άλλα οργιώδη! Τώρα, πάλι, μερικοί από σας θα νομίζετε πως τουλάχιστον σ' αυτά τα 12 λεπτά, ε δε μπορεί πια, θ' αναλύονται επιτέλους όλες οι χρωματικές τεχνικές καθώς κι οι βαθιές πολιτικές τους προεκτάσεις, δίχως να παρεισφρύσουν άλλα (σχετικά μεν αλλά) εκτός θέματος ζητήματα. Κούνια που σας κούναγε κακομοίρηδες. Να κάτσετε ν' ακούσετε την εκπομπή καλύτερα, σας βαρέθηκα όλους.

Αρκετά όμως θάψαμε τον Άρη. Τούτο γίνηκε από καθαρή ευχαρίστηση, δεν είχε βαθύτερη σκοπιμότητα. Στο επόμενο δεύτερο μέρος, ωστόσο, θ' ασχοληθούμε με καθαυτό το περιεχόμενο της εκπομπής. Δηλαδή, τι 'ναι ακριβώς αυτό που γίνεται με τα χρώματα, με ποια κριτήρια, πότε κι από ποιους, με τι σκοπό και σε ποιο βαθμό. Αλλά μην περιμένετε, φυσικά, ν' απαντηθούνε από μένα όλα τα φλέγοντα ετούτα ερωτήματα. Α όλα κι όλα, δεν μαθήτευσα δίπλα στους καλύτερους δημοσιογράφους για να είμαι τώρα συνεπής κι υπεύθυνος. Το πολύ-πολύ ν' απαντήσω σε κανα-δύο απορίες. Επίσης, δεν έχω απολύτως καμιά κωλοκαούρα να υπερασπιστώ το κάθε Νέτφλιξ. Δεν πα' να βαρέσει αύριο λουκέτο, μόνον τους χαμάληδες της υπόθεσης θα λυπηθώ, οι οποίοι θα καταλήξουν άνεργοι να ξεσκονίζουν τα ράφια του ψυγείου, αντί να καθαρίζουν τουαλέτες στα γραφεία μεγαλοστελεχών.