Tuesday, June 16, 2020

Κίτρινα και άλλα μούρα [ Μέρος Τρίτο ]

Είπαμε, λοιπόν, πως το κίτρινο φίλτρο το χρησιμοποιούν γενικά οι λευκοί κονκισταδόρες για να τυποποιήσουν ορισμένες (κινηματογραφικές) αντιδράσεις και στο βαθμό που οι αντιδράσεις αυτές περιλαμβάνουν την υποτίμηση μερικών λαών ή κρατών σε κοινούς ζήτουλες και άντρα ακολασίας, εν είδει εύκολων κλισέ τα οποία εξυπηρετούν την πλοκή, δε θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως - ακομα κι αν δεν είναι ο άμεσος στόχος των συντελεστών - εξυπηρετούν ρατσιστικές αφηγήσεις. Η δημιουργία φανταστικών κρατών, τα οποία θυμίζουν ή βασίζονται σε γνωστά αλλά δεν είναι κιόλας, όπως ακριβώς επιχείρησε ο John Erick Dowdle στο «No Escape», ίσως είναι μια καλή διέξοδος. Αν παρόλα αυτά το ψάξει κανείς περισσότερο (σιγά, ας πάει απλά στη Wikipedia) θα διαπιστώσει πως ό,τι κι αν εφεύρει ο δημιουργός, πάντα κάποιος θα μένει δυσαρεστημένος και να στήνεις πάντοτε τόπους απ' το μηδέν είναι πρακτικά αδύνατον, εκτός κι αν είσαι ο Jodorowsky. Ακόμα κι έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι υποτιμώνται, συλλήβδην, ένα σωρό ασιατικές ή άλλες χώρες και μόνο παραπέμποντας στην αντίστοιχη γεωγραφική ζώνη. Για να μην πούμε πως, εκ του πονηρού, αν ψάξει κανείς, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρει μια άμεση αναλογία της φανταστικής χώρα με μια πραγματικότατη. Στη συγκεκριμένη ωστόσο ταινία, με την οποία μέχρις στιγμής ασχοληθήκαμε, ο γράφων (εγώ) ισχυρίζεται πως αν το κίτρινο φίλτρο συνιστά μία φορά υπερβολή ενώ τα φίλτρα του «Extraction» έχουν βαρέσει ντελίριο, τούτο καταδεικνύει περισσότερο την έλλειψη αισθητικής καλλιέργειας, την προχειράντζα και τη «χωριατιά» του σκηνοθέτη, παρά την πρόθεση να θίξει κανέναν. Κι ωστόσο το Μπαγκλαντές θίγεται τελικά με αμέτρητους άλλους τρόπους, που δεν αφορούν στο χρώμα των φίλτρων και θα 'πρεπε να μας ανησυχήσουν περισσότερο.

Αλλά σ' αυτό το τρίτο μέρος θ' αναρωτηθούμε ακόμα τα εξής: πρόκειται για τη μόνη ταινία που βιάζει τα φίλτρα ή τους βγάζει το ξύγκι; κι αν όχι είναι μόνον οι ταινίες του Netflix ή του Χόλιγουντ που υιοθετούν αυτές τις τακτικές; κι ακόμη-ακόμη τούτο δε γίνεται ποτέ εντός «αμερικανικού» εδάφους; Θα διαπιστώσουμε, τελικά, ότι ο κόσμος των σκηνοθετών είναι ένας κόσμος, ο οποίος δε συνδιαλέγεται απαραίτητα με τον αληθινό κόσμο, αλλά συχνότερα με τον εαυτό του. Είναι δηλαδή περισσότερο αυτοαναφορικός, απ' όσο θα επιθυμούσαμε οι απ' έξω (όπως συχνά είναι η οποιαδήποτε Τέχνη). Ως εκ τούτου θα διαπιστώσουμε, δίχως μεγάλη δυσκολία, πως ναι, κίτρινα φίλτρα χρησιμοποιούν συχνά όχι μονάχα οι λευκοί αφέντες του Βορρά της Δύσης, αλλά κι αυτοί οι ίδιοι Μεξικάνοι κι οι Ινδοί κι αν έχει όρεξη να ψάξει κανείς, φαντάζομαι, κι άλλοι πολλοί «κατατρεγμένοι». Ίσως να μην το κάνουν στον ίδιο βαθμό, μα ίσως και να το κάνουν, και το μόνο εμπόδιο στη διερεύνηση είναι η περιορισμένη μας πρόσβαση στη συνολική κινηματογραφική παραγωγή των περισσότερων κρατών, πέραν των Η.Π.Α. Κι αν υπάρχει κάποιος που πρώτος κατέφυγε σ' αυτό το κόλπο - δε γνωρίζω αν είναι ο Steven Soderbergh στο Traffic, όπως μας θύμισε ο Χατζηστεφάνου, ή άλλος μα δεν έχει καμία σημασία - ακολούθησαν πολλοί, οι οποίοι γοητεύτηκαν απ' το ασυνήθιστο ως τότε αισθητικό αποτέλεσμα και θέλησαν να το επαναλάβουν για πάρτη τους. Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το «Black Hawk Down» (θα μιλήσουμε και γι' αυτό αργότερα) βγήκε, όπως βγήκε, έναν ακριβώς χρόνο μετά το «Traffic». Το ίδιο ακριβώς συνέβη 2-3 χρόνια νωρίτερα με τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» και την υπέροχη εκείνη πρωτόγνωρη, αποχρωματισμένη blue-grey εσάνς. Όπου γέμισαν, ξάφνου, οι πολεμικές ταινίες τάλε-κουάλε φίλτρα. Πολλές επιλογές, είτε λόγω της επιτυχίας, είτε λόγω της ευκολίας τους, ήρθαν για να μείνουν στην κινηματογραφική τέχνη πλουταίνοντας το καλλιτεχνικό οπλοστάσιο του δημιουργού, καθώς και τη ματιά του. Η υπερβολική επανάληψή τους ωστόσο, μάλιστα δίχως λόγο, είναι που γεννά τα κλισέ και τα κλισέ είναι ένας απ' τους πολλούς προθάλαμους, απ' όπου υπάρχει φόβος να οδηγηθεί κανείς στο ρατσισμό (όχι όμως απαραίτητα). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως βασικότερος υπεύθυνος για τούτη τη συζήτηση είναι, τελικά, τα κλισέ των σεναρίων, τα οποία ξεπατικώνουν διαρκώς τους ίδιους και τους ίδιους «κακούς», στους ίδιους και τους ίδιους τόπους, παρά το φίλτρο που θα χρησιμοποιήσει κανείς για να βάψει τα μούτρα τους. Παραλείψαμε να πούμε και τούτο: δε θυμάμαι στην ζωή μου σύγχρονη ταινία η οποία ΔΕΝ χρησιμοποίησε φίλτρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όχι μόνο το ντοκιμαντέρ του Νέτφλιξ, αλλά ΟΣΑ ντοκιμαντέρ έχω παρακολουθήσει του τύπου «πίσω απ' τις κάμερες» και «πώς γυρίστηκε» αποκαλύπτουν μια τελείως διαφορετική (δική τους) πραγματικότητα - συνήθως περισσότερο πεζή και «άχρωμη» - από εκείνη που απεικονίζεται στο τελικό αποτέλεσμα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Φυσικά, μιλώ πάντα για χρωματισμούς, αντίθεση και φίλτρα, όχι για τα ρέστα εφέ και πράσινα άλογα.

Άλλα για πάμε να δούμε μερικές πρακτικές προσεγγίσεις, στα ρωτήματα που θέσαμε νωρίτερα. Να ομολογήσουμε, όμως, πως η συντριπτική πλειοψηφία των παραδειγμάτων που χρησιμοποιούνται παρακάτω, δε χαρακτηρίζουν εν γένει τα φιλμ παρά μόνον σημεία τους. Επίσης, σε κανένα screenshot, δεν έχει γίνει το παραμικρό είδος επεξεργασίας, ώστε να μην παρασυρθώ και σε ασυνείδητη προκατάληψη, εκτός απ' τη συνειδητή. Σκοπός μου είναι να υποδείξω πως τα βαρύτερα ή ελαφρύτερα κίτρινα, μπλε ή πορτοκαλί φίλτρα είναι σημεία των καιρών, στα οποία όλοι έχουν δικαίωμα στο βαθμό που γουστάρουν και για τα οποία πιθανότατα να υπάρχουν και πρακτικές αναγκαιότητες, όπως διαβάζουμε ενδεικτικά εδώ . Πάμε, λοιπόν, να πάρουμε μια γεύση από το τι συμβαίνει στις ταινίες που παράγονται στο ίδιο το Μπαγκλαντές. Μια σύντομη προσφυγή στη Google κι αγνοώντας τις υπερβολικά και κατά κόρον low-budget παραγωγές, όπως και τις πολύ κοινωνικές, υποπτευόμαστε πως το πανηγυρικά πολύχρωμο Μπαγκλαντές δεν αγαπά και τόσο πολύ το χρώμα του όταν πρόκειται για τις ταινίες δράσης, οι οποίες μας απασχολούν. Παρακάτω, στιγμιότυπα από την ταινία Dhaka Attack του 2017 η οποία υπάρχει (ως πότε;) ολόκληρη στο YouTube .


Φυσικά, οι άνθρωποι δε χρησιμοποιούν τα φίλτρα που μας συνήθισε το Χόλιγουντ, αλλά μπορούμε παρόλα αυτά να προβούμε σε μια σειρά παρατηρήσεων. Καταρχάς, οι ηλιόλουστες μέρες παίρνουν στ' αλήθεια ένα χρώμα μουσταρδί κι ίσως αυτό να οφείλεται στα σύγχρονα ψηφιακά μέσα και τις τεχνικές ευαισθησίες τους. Ή πάλι μπορεί να οφείλεται στα φτηνότερα τεχνικά μέσα μιας ταπεινής παραγωγής. Ή φυσικά στην χαμηλή ποιότητα της κόπιας. Από τη μουστάρδα, τώρα, μέχρι την υιοθέτηση του φίλτρου - όπως το βλέπω εγώ - η απόσταση δε φαίνεται πολύ μεγάλη. Στις σκηνές έντασης (όπως κάτω αριστερά, όπου κάτι παίζει με μια μπόμπα, αλλά έλεος! δεν έκατσα να παρακολουθήσω κι όλη την υπόθεση, η οποία περιλαμβάνει τις ίδιες ακριβώς μουσικογλυκερές εμβολές του Μπόλιγουντ) εφαρμόζεται μια σούπερ συνηθισμένη τακτική με τον ήλιο χαμηλότερα στον οριζόντα και τις πιο ζεστές αποχρώσεις ενός ηλιοβασιλέματος. Μήτε όμως τα ηλιοβασιλέματα, μήτε οι αυγές διαρκούν ολημερίς κι έτσι, καθώς η ώρα περνά και τα γυρίσματα πιέζονται χρονικά, τα φίλτρα μας κλείνουνε πάλι το μάτι. Η πορτοκαλί λογική πολλών τέτοιων στιγμών, διάσπαρτων σε μια ταινία, είναι χαρακτηριστικό κι αυτού του σύγχρονου ινδικού κινηματόγραφου, όπως θα δούμε, μα όχι μόνον - ο Michael Bay στους Transformers δεν κάνει άλλη δουλειά. Τέλος, πάνω δεξιά, βλέπουμε ένα δείγμα από περισσότερα αντίστοιχα της ταινίας, όπου το Μπαγκλαντές διόλου δε μοιάζει με το τσίρκο που θα περίμενε ο Χατζηστεφάνου: γαλαζωπά-γκρι και μουντά αστικά τοπία. Μα για κάτσε ρε φίλε: βαριά μουσταρδί χρώματα στην εξοχή ή όπου υπάρχουνε δυο θάμνοι παραπάνω, γκρι και μουντή ατμόσφαιρα όπου συγκεντρώνεται περισσότερο τσιμέντο και σοβατισμένες σκιές. Τι γίνεται εδώ; Γιατί δε μιλούμε για ρατσισμό της πρασινάδας και καταπάτηση των δικαιωμάτων του τσιμέντου, ε; Φυσικά, όπως είπαμε, η ποιότητα της κόπιας είναι εξαιρετική χαμηλή για να κρίνει κανείς με βεβαιότητα.

Τα 5 κυρίαρχα χρώματα
Online image processing

Τα ίδια ακριβώς προβλήματα φαίνεται ν' αντιμετωπίζει κι η παρακάτω μεξικάνικη παραγωγή «Nosotros Los Nobles» του 2013 (δυστυχώς, δε βρήκα εύκολα ταινία δράσης, που να μην έχει χωθεί μέσα και κάποιος βορειο-ηπειρώτης). Όπου εφαρμόζονται, στ' αλήθεια, φίλτρα σε τέτοιο βαθμό απαράδεκτα ή μήπως η χαμηλή (για μία ακόμη φορά) ποιότητα της ταινίας λειτουργεί ως φίλτρο από μόνη της; Με τη διαφορά βέβαια πως εδώ κυριαρχεί, σε αντίθεση με την ΕΚΜΑ του Μπαγκλαντές, μια κιτρινίλα ερυθρότερη και πιο ζεστή. Πού και πού, συναντάμε και φυσιολογικά χρώματα, όπως κάτω αριστερά. Δυο σκηνές, ωστόσο, αργότερα το contrast και η φωτεινότητα κατρακυλούν στα τάρταρα. Για μία ακόμη φορά αδυνατούμε να πετύχουμε αξιοπρεπές αντίγραφο, εκτός κι αν η ταινία ήταν όντως αυτής της υποστάθμης από κατασκευής.


Τα 5 κυρίαρχα χρώματα
Online image processing

Τα ίδια πάλι χάλια και στην άλλη μεξικάνικη παραγωγή «No Se Aceptan» της ίδιας χρονιάς [2013]. Στο καρέ πάνω αριστερά, η ταινία ξεκινά μάλλον με αναδρομή στο παρελθόν, οπότε «δυστυχώς» το βαρύ πορτοκαλί φίλτρο εξαφανίζεται στη διάρκεια της ταινίας. Και λέω «δυστυχώς» γιατί δυσχεραίνει τις αποδομιστικές μου διαθέσεις, αλλά «ευτυχώς» για τα μάτια μας. Κι ενώ στα σημεία (όπως κάτω αριστερά ή αλλού) η ταινία φλερτάρει κάπως με τις αποχρώσεις της πραγματικότητας, από την άλλη πάλι τα δυο καρέ δεξιά μοιάζουν να έχουν βουτηχτεί στο εργαστήριο ερασιτέχνη αλχημιστή.


Οπότε είμαστε στο σημείο, όπου αναρωτιέται κανείς: μήπως τελικά έχει κάθε τόπος το ατμοσφαιρικό του χρώμα ή είμαστε όλοι θύματα των τεχνολογικών μας μέσων;; Κι αν ναι θα πρέπει μήπως να εκβιάζουμε την ομοιομορφία με αντιφίλτρα, ώστε όλοι οι τόποι να φαίνονται «φυσιολογικοί» στη δυτική ματιά; Ούτε κατά διάνοια! Μήπως είναι πάλι λύση να μη χρησιμοποιεί κανείς καθόλου φίλτρα, όταν κάθε ψηφιακή συσκευή έχει ήδη προρυθμίσεις και προδιαγραφές από τη μάνα της, πράγμα που σημαίνει πως σαν η «πραγματικότητα» περάσει από τα σπλάχνα της θ' αλλοιωθεί ούτως ή άλλως; Δεν θα 'ταν εξίσου ρατσιστικό να θέλουμε να παρουσιάζεται το Μεξικό με τις ίδιες default ρυθμίσεις που παρουσιάζονται τα Ηνωμένα Αμερικανικά Εμιράτα, αντί να παλέψουμε ν' αποδώσουμε τα «σωστά» του χρώματα, όποια κι αν είναι αυτά; Για να κλείσουμε αυτή την ενότητα, ας αναλογιστούμε λοιπόν και τούτο το νέο πρόσκομμα στο οποίο καταλήξαμε κι όπου η αποτύπωση του χρώματος βρήκε έναν ακόμη περιορισμό. Μαζί με την καλλιτεχνική και την πολιτική προκατάληψη, ορθώνεται τώρα μπροστά μας μία ακόμη: η τεχνική.

Κι αν αναρωτιέμαι - αν - υπάρχουν κράτη που οι συνθήκες είναι στ' αλήθεια άθλιες, γιατί 'ναι κολάσιμο, να επιτείνει κάποιος την οπτική τους αντίληψη; Μην ξεχνάμε ότι η έλλειψη φυσικής παρουσίας του θεατή αποδυναμώνει την επίδραση της αντικειμενικής εικόνας. Η φωτογραφία μιας χωματερής, οσοδήποτε βρωμερή κι αν είναι, ποτέ δε θα γίνει εξίσου βρωμερή με την πραγματικότητα. Εδώ είναι που έρχεται να συναντηθεί η αναγκαιότητα με την τέχνη της φωτογραφίας ή του κινηματογράφου. Οι τελευταίες συνίστανται δηλαδή κι από τούτη την υποχρέωση, όχι μόνο κι απλά ν' απεικονίζεται ψυχρά ένα κατιτίς, μα πολύ περισσότερο να παλέψει ο δημιουργός με τα μέσα του (τεχνικά και καλλιτεχνικά), ν' αποκαταστήσει εκείνο που η ξερή, δημοσιογραφική εικόνα αποστερεί απ' το αντικείμενό της, καθιστώντας το ουδέτερο και συχνά αδιάφορο. Κι αν σπάνια μια ταινιά δράσης ή περιπέτειας φιλοδοξεί να κάμει Τέχνη, ωστόσο δεν παύει να 'χει προθέσεις που αφορούν στο πώς θα πρέπει ν' αποδοθεί η αντικειμενική πραγματικότητα, ώστε να μοιάζει με τον εαυτό της. Μια φτωχογειτονιά, μια φαβέλα, μια παραγκούπολη μπορεί να μοιάζουν χαμογελαστές μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Μ' αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ γιατί εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να περάσουν τις ζωές τους εκεί, δίχως να το 'χουν επιλέξει.

Ας δούμε όμως και κάτι πιο παιχνιδιάρικο: τι εντύπωση δίνει ο δορυφόρος της Google Earth για το ερωτικό ετούτο κουαρτέτο: Νέα Υόρκη, Ντάκα, Nogales και Juarez (Μεξικό). Αν αφήσουμε στην άκρη τις μικροδιαφορές που δημιουργούνται τοπικά εξαιτίας (φαντάζομαι) των ατμοσφαρικών συνθηκών κατά την ώρα της φωτογράφισης, παρατηρούμε οτι το γενικότερο χρώμα Νέας Υόρκης και Ντάκας σχεδόν ταυτίζονται. Θα μου πείτε πως στη Ντάκα παίζει λίγη παραπάνω «καφετίλα», μα είναι που οι φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης είναι φτιαγμένες πάνω σε τσιμέντο κι άσφαλτο, ενώ οι ασιατικές παράγκες πάνω στη σκόνη και τη λασπουριά. Πώς να το κάνουμε τώρα; Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, με την θαυμαστή δυνατότητα που δίνει η Google, να σεργιανίσει κανείς μες στα στενά του φτωχικού κομματιού της Ντάκα. Έχει ΜΕΓΑΛΟ ενδιαφέρον! Οι άνθρωποι μπορεί να 'ναι πολύχρωμοι (ενδυματολογικά), αλλά οι συνθήκες στις οποίες περιφέρονται δεν είναι σε καμία περίπτωση πολύχρωμες, αλλά μάλλον πολύβρωμες. Αν ήσουν λοιπόν εσύ, καλέ αναγνώστη, υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσεις κάποιο φίλτρο για την αθλιότητα, ποιο χρώμα θα διάλεγες τελικά; Να δούμε πόσοι ανάμεσά μας είναι τελικά οι αναμάρτητοι. Ένα πρόβλημα ακόμη είναι βεβαίως και το γεγονός ότι συγκρίνονται εξαρχής (από Χατζηστεφάνηδες ή άλλους) ανόμοια πράματα: το μπλε της Μητρόπολης, με το κίτρινο της πλέμπας. Δε συγκρίνονται, δηλαδή, εμπορικά κέντρα μεταξύ τους μα, εντελώς άστοχα, τα κέντρα με τους μαχαλάδες. Από την άλλη πάλι, η Νογκάλες του Μεξικού είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Θέλει ο ρατσιστής ν' αγιάσει κι η Νογκάλες του παίρνει το σταυρό απ' το χέρι. Να το πούμε κι έτσι: αν το Μεξικό ήταν μια κλίμακα της Νέας Φιλαδέλφειας, η Νογκάλες θα 'ταν το γήπεδο της ΑΕΚ. Πιο κίτρινη δε γίνεται. Κι εκείνο το Juarez, να πούμε, δεν πάει πίσω: άδενδρη ξεραΐλα στη μέση του πουθενά. Μη μας φταίνε, λοιπόν, μόνο τα φίλτρα!

New York @ Google Earth




Όμως δε διάλεξα τυχαία Juarez και Nogales ως κατακλείδα των προηγούμενων, καθώς είναι δυο πόλεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο κι εξαιρετικό Sicario του Denis Villeneuve. Μάλιστα το Juarez είναι η πόλη όπου επιλέγει να σκηνοθετήσει μία απ' τις πλέον αριστοτεχνικές σεκάνς του κινηματογράφου. Μιλώ για το σημείο εκείνο, όπου το κομβόι των αστυνομικών οχημάτων επελαύνει στο εσωτερικό της πόλης. Ο Villeneuve είναι μάστορας από τους λίγους και δεν έχει ανάγκη από τα εμετικά φίλτρα του Hargrave. Μπορεί μ' ελάχιστα και απλά υλικά να δημιουργήσει μια βαριά, υπόκωφη απειλή, να την φτιάξει να έρπει ή ν' αναδύεται από τα σωθικά της πόλης, την άσφαλτο, τα βλέμματα, δίχως στην ουσία να φανερώνει τίποτε πραγματικά απειλητικό. Και ξεκινά να το χτίζει ετούτο πολύ πριν οι πρωταγωνιστές συναντήσουν κάποτε στη διαδρομή τους, μαζί με το θεατή, τα διαμελισμένα ανθρώπινα εκκρεμές, σκοτεινά στολίδια ενός ανοιχτού πολέμου. Ωστε σαν αντικρύζει κανείς το αποτρόπαιο θέαμα δεν υπόκειται στο εύκολο, ετοιματζίδικο σοκ της κουτσής Μαρίας, μ' αντιθέτως είναι το αποτέλεσμα μιας άριστα μελετημένης κλιμάκωσης, η οποία συστρέφει το στομάχι σιγά-σιγά προετοιμάζοντας το θεατή ν' αντικρύσει το οτιδήποτε. Τώρα, με λίγη προσοχή και λίγη καχυποψία, μπορούμε να υποθέσουμε πως το χρησιμοποιεί και τούτος το φιλτράκι του, μα τόσο έντεχνα και σεμνά ώστε θαρρώ πως μένουμε όλοι ευχαριστημένοι, τόσο οι Κολλαίοι όσο κι οι Χατζηστεφαναίοι. Ή τουλάχιστον έτσι θα 'θελα να πιστεύω. Το «προκατειλημμένο» φίλτρο του Villeneuve έχει πολύ πιο διακριτικό αποτέλεσμα απ' ότι το χρωματικό ξεσφούγγι (δική μου λέξη, δεν ξέρω τι σημαίνει) του μεξικάνικα «αντικειμενικού» «Nosotros Los Nobles» (πολλά εισαγωγικά μαζεύτηκαν, όμως).

No comments:

Post a Comment